ψήκτρα

From LSJ
Revision as of 10:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψήκτρα Medium diacritics: ψήκτρα Low diacritics: ψήκτρα Capitals: ΨΗΚΤΡΑ
Transliteration A: psḗktra Transliteration B: psēktra Transliteration C: psiktra Beta Code: yh/ktra

English (LSJ)

ἡ, (ψήχω)    A curry-comb for horses, S.Fr.475, E.Hipp. 1174, Ar.Fr.62, AP6.233 (Maec.), 246 (Phld. or Marc.Arg.), PSI 4.430.5 (iii B.C.), etc. In Hsch. also ψακτήρ and (as glosses on ξύστρα). Also strigil.

German (Pape)

[Seite 1396] ἡ, ein Werkzeug, damit abzustreichen, abzureiben oder abzukratzen, bes. eine Pferdestriegel, Soph. frg. 422; ψήκτραισιν ἵππων ἐκτενίζομεν τρίχας Eur. Hipp. 1174; σιδηρόδετος Qu. Maec. 6 (VI, 233); δονακῆτις Phani. 6 (VI, 307); ἐρυοίθριξ Philodem. 27 (VI, 246).

Greek (Liddell-Scott)

ψήκτρα: ἡ, (ψήχω) ἐργαλεῖόν τι ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ἐν τοῖς λουτρῶσι λουομένοις, εἶδος ξύστρου, ὡς τὸ στλεγγίς, Σοφ. Ἀποσπ. 422, Εὐρ. Ἱππ. 1174, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 138, Ἀνθ. Π. 233, 246, κλπ. Παρ’ Ἡσύχ. καὶ ψήκτρια, ψηκτρια, ψηκτρίς, ψακτήρ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
étrille pour les chevaux.
Étymologie: ψήχω.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ψήκτρια και ψηκτρία και ψηκτρίς, -ίδος, Α
εργαλείο απόξεσης ή καθαρισμού, ιδίως του τριχώματος τών αλόγων, ξυστρί
νεοελλ.
1. εργαλείο από ισομήκεις τρίχες, ίνες ή σύρματα για καθαρισμό ή στίλβωση, βούρτσα
2. (ηλεκτρολ.) αγώγιμο σώμα, κατά κανόνα σταθερό, προοριζόμενο να εξασφαλίζει με ολισθαίνουσα επαφή την ηλεκτρική σύνδεση μεταξύ κινητού οργάνου και σταθερού ηλεκτροδίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψήχω + επίθημα -τρα / -τρια / -τρίς (πρβλ. ψύκ-τρα, δέκ-τρια, ὀρυκ-τρίς)].

Greek Monotonic

ψήκτρα: ἡ (ψύχω), όργανο που χρησιμοποιείται από τους λουόμενους στα λουτρά, ξύστρα, όπως το στλεγγίς, σε Ευρ., Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψήκτρα -ας, ἡ [ψήχω] roskam, kam.

Russian (Dvoretsky)

ψήκτρα: ἡ скребок, скребница Soph., Eur., Arph., Anth.

Middle Liddell

ψήκτρα, ἡ, ψήχω
an instrument used by bathers, a scraper, like στλεγγίς, Eur., Anth.

English (Woodhouse)

strigil

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)