ἀκρεμών

From LSJ
Revision as of 11:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρεμών Medium diacritics: ἀκρεμών Low diacritics: ακρεμών Capitals: ΑΚΡΕΜΩΝ
Transliteration A: akremṓn Transliteration B: akremōn Transliteration C: akremon Beta Code: a)kremw/n

English (LSJ)

όνος, ὁ (for the accent v. Hdn.Gr.1.33, -έμων in most codd.): (ἄκρος):—   A bough, branch, Thphr.HP1.1.9; οἱ ἀ. τῶν κλάδων Ael.NA4.38, cf. Simon.183, E.Cyc.455, Theoc.16.96, A.R.2.1101.

German (Pape)

[Seite 81] όνος, ὁ (so accentuiren Arcad. u. Suid., der ἡγεμών vgl.; gew. ἀκρέμων), Spitze des Astes, Ast (von ἄκρος, nach Theophr. οἱ ἀπὸ τοῦ καυλοῦ ἢ στελέχους σχιζόμενοι, τὸ ἐκ τούτων βλάστημα κλάδος, Zweig), ἐλαίας Eur. Cycl. 454; ἔσχατος Theocr. ep. 1, 6; öfter in Anthol., wo χρύσειοι ἀκρ., goldner Kopfschmuck, Ant. Sid. 34 (Pl. 176); Opp. auch von Hörnern, Cyn. 2, 303.

French (Bailly abrégé)

όνος (ὁ) :
branche, rejeton.
Étymologie: ἄκρος.

Spanish (DGE)

-όνος, ὁ

• Grafía: acent. ἀκρέμων Phys.A 57.2, Opp.C.3.181, tb. frec. cód. pero cf. Hdn.Gr.1.33, tard. graf. ἀκραίμων
1 ramo, retoño, vástago φέροιτο ... βότρυν ... ἀπ' ἀκρεμόνων Simon.125.8D., ἐλαίας E.Cyc.455, cf. Thphr.HP 1.1.9, Theoc.16.96, Ep.1.6, Euph.38A.11, A.R.2.1101, ἀκρεμόνας δὲ χεῖρας ἑὰς ποίησε (Βάκχος) Nonn.D.36.309
fig. ὁ ἐχῖνος, τὸ πονηρὸν πνεῦμα, ... μὴ ἔχων ... ἀκρέμονα ἐν σοί Phys.l.c., ref. a los téntaculos nuevos que le crecen al pulpo, Opp.l.c.
2 fig. persona destacada Epiph.Const.Haer.68.1.8.

Greek Monolingual

ἀκρεμὼν (-όνος), ο (AM) (A και ἀκρέμων)
μσν.
(για πρόσωπα) φύλακας, φρουρός (πρβλ. ακρίτης)
αρχ.
1. κλαδί δέντρου που απολήγει ή διακλαδίζεται σε μικρότερα κλαδιά
2. η άκρη του κλαδιού, κλωνάρι, βλαστάρι
3. (γενικότερα) το άκρο
«κεράων ὰκρεμόνες προτενεῑς» (Οππιανός, Κυν. 2, 303)
4. (μτφρ.) «ἀκρεμόνες σοφίας» — εξέχοντες σοφοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται από τη βοτανική ορολογία και σήμαινε αρχικά «το μεγάλο κλαδί» σε αντίθεση με τη λ. κλάδος, που σήμαινε γενικά «το κλαδί». Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με ρίζα ak, και προήλθε πιθανώς αναλογικά κατά το πρότυπο του ἀγρεμών. Από τον ίδιο τόπο, με παρετυμολογική σύνδεση προς το ρ. κρεμάννυμι, αποσπάστηκε η λ. κρεμών.
ΠΑΡ. ἀκρεμονικός. Βλ. και λήμμα ακ-].

Russian (Dvoretsky)

ἀκρεμών: όνος ὁ
1) сук Arst.;
2) ветвь, ветка Eur., Theocr.

Frisk Etymological English

-όνος
Grammatical information: m.
Meaning: bough, branch (Simon.); on the meaning Strömberg Theophrastea 141f., 54f.
Other forms: accent after Hdn. Gr. 1, 33; mss. mostly -έμων
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The old etymology with ἄκρος is improbable, the formation unclear (Chantr. Form. 172f.). That κρεμών (Eratosth.) would be due to κρεμάννυμι is most improbable. It is, like the etymology, a desperate attempt to reduce the word to known elements. Fur. 115 adduces ἀγρεμών κάμαξ (`pole, shaft'), λαμπάς, δόρυ H. These facts show that it is a substr. word.

Frisk Etymology German

ἀκρεμών: -όνος (Akzent nach Hdn. Gr. 1, 33; Hss. gew. -έμων)
{akremṓn}
Grammar: m.
Meaning: Ast, Zweig, zur Bedeutung Strömberg Theophrastea 141f., 54f. (Simon., E., Thphr. usw.).
Derivative: Davon ἀκρεμονικὴ (ἀπόφυσις) Thphr., vgl. Strömberg 98 A. 1.
Etymology : Seit Benfey zu ἄκρος gezogen; zur Bildung Brugmann Grundriß2 2 : 1, 241, Schwyzer 522, Chantraine Formation 172f. Die apokopierte Form κρεμών (Eratosth.) kann durch Anschluß an κρεμάννυμι veranlaßt sein.
Page 1,58