ἀκρίζω

From LSJ
Revision as of 11:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρίζω Medium diacritics: ἀκρίζω Low diacritics: ακρίζω Capitals: ΑΚΡΙΖΩ
Transliteration A: akrízō Transliteration B: akrizō Transliteration C: akrizo Beta Code: a)kri/zw

English (LSJ)

(ἄκρος)    A go on tiptoe, E.Fr.570.    2 = τὰ ἄκρα ἐσθίειν, Sch.ll.21.12.

German (Pape)

[Seite 82] bei VLL., Berggipfel besteigen u. auf den Fußspitzen gehen; vgl. ἐπακρίζω; die Spitzen beschneiden, Schol. Eur. Or. 265.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρίζω: (ἄκρος) βαδίζω ἐπὶ τῶν ἄκρων τῶν ποδῶν, ἄκροις ποσὶ πορεύομαι, Ἐτυμ. Μ. 52, 43, Εὐρ. Ἀποσπ. 574, κόπτω τὸ ἄκρον, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 265· πρβλ. ἐξακρίζω.

Spanish (DGE)

1 andar de puntillas E.Fr.570.
2 comerse los brotes falsa etim. de ἀκρίς en Sch.Er.Il.21.12.

Greek Monolingual

ἀκρίζω)
νεοελλ.
1. οδηγώ σε μιαν άκρη, απομονώνω κάποιον
2. αποσύρομαι σε μιαν άκρη, παραμερίζω
3. (για πλεούμενο) πλευρίζω
μσν.
1. τρώω τις άκρες
2. κόβω την άκρη
αρχ.
βαδίζω στις μύτες τών ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρος.
ΠΑΡ. αρχ. ἄκρισμα.
ΣΥΝΘ. ἐξακρίζω, ἐπακρίζω, ὑπερακρίζω.