ἀνέμητος

From LSJ
Revision as of 12:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέμητος Medium diacritics: ἀνέμητος Low diacritics: ανέμητος Capitals: ΑΝΕΜΗΤΟΣ
Transliteration A: anémētos Transliteration B: anemētos Transliteration C: anemitos Beta Code: a)ne/mhtos

English (LSJ)

ον,    A not distributed, οὐσία Aeschin.1.102, D.44.10; undivided, Max.Tyr.35.7.    2 Act., having no share, Plu.Cat.Mi.26.

German (Pape)

[Seite 222] 1) unvertheilt, bes. von Erbschaften, ἀνεμήτου τῆς οὐσίας οὔσης Aesch. 1, 102; οὐσίαν ἀν. συγχωρῆσαι, ohne Ansprüche darauf zu machen, überlassen, Dem. 44, 10. – 2) ohne Antheil, ὄχλος ἄπορος καὶ ἀν., dem noch kein Landeigenthum zugetheilt worden, Plut. Cat. min. 26; App. Civ. 418.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέμητος: ον ὁ μὴ διανεμηθείς, οὐσία Αἰσχίν. 14. 31, Δημ. 1083. 16· ὁ μὴ διαιρούμενος, τὸ ἀγαθὸν ἕν, ἀνέμητον, ἀδιαίρετον, Μάξ. Τύρ. 35. 7. 2) ἐνεργ., μηδεμίαν ἔχων κληρουχίαν, ἀναλαβεῖν τὸν ἄπορον καὶ ἀνέμητον ὄχλον, ᾧ οὐκ ἀπενεμήθη κλῆρος γῆς, Πλουτ. Κάτων νεώτ. 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non partagé;
2 qui n’a pas de part ; sans patrimoine, sans ressources.
Étymologie: ἀ, νέμω.

Spanish (DGE)

-ον
1 sent. pas. no distribuido οὐσία Aeschin.1.102, D.44.10, ἀνέμητα· ἀμέριστα Hsch.
2 sent. act. que no participa τὸν ἄπορον καὶ ἀ. ὄχλον Plu.Cat.Mi.26.

Greek Monolingual

ἀνέμητος, -ον (Α) νέμω
1. αδιανέμητος, αμοίραστος
2. μη δεκτικός διαίρεσης, αδιαίρετος
3. (όχλος) που δεν πήρε κλήρο γης.

Greek Monotonic

ἀνέμητος: -ον (νέμω),
1. μη διανεμημένος, σε Δημ.
2. Ενεργ., αυτός που δεν έχει μερίδιο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέμητος:
1) неразделенный, нераспределенный (οὐσία Aeschin., Dem.; κοινὸς καὶ ἀ. Plut.);
2) не получивший надела, обделенный, обездоленный (ὄχλος Plut.).

Middle Liddell

νέμω
1. not distributed, Dem.
2. act. having no share, Plut.

English (Woodhouse)

undistributed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)