ἀνθυποπτεύω

From LSJ
Revision as of 13:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθυποπτεύω Medium diacritics: ἀνθυποπτεύω Low diacritics: ανθυποπτεύω Capitals: ΑΝΘΥΠΟΠΤΕΥΩ
Transliteration A: anthypopteúō Transliteration B: anthypopteuō Transliteration C: anthypopteyo Beta Code: a)nqupopteu/w

English (LSJ)

   A suspect mutually, ἀλλήλους D.C.45.8: abs., Aen. Tact.24.11 (cj.):—Pass., ἀνθυποπτεύεται . . πλέον ἕξειν he is met by the suspicion that... Th.3.43.

German (Pape)

[Seite 236] dagegen Verdacht hegen, pass., dagegen in Verdacht stehen, Thuc. 3, 43 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθυποπτεύω: ὑποπτεύω πλεονεκτικὸν σκοπόν. - Παθ., ὁ γὰρ διδοὺς φανερῶς τι ἀγαθὸν ἀνθυποπτεύεται ἀφανῶς πῃ πλέον ἕξειν, δηλ. ὑπόκειται εἰς ὑποψίαν ὅτι ἀντὶ τοῦ δοθέντος ἀγαθοῦ ἀποβλέπει εἰς κρυπτόν τι συμφέρον, Θουκ. 3. 43.

French (Bailly abrégé)

soupçonner à son tour.
Étymologie: ἀντί, ὑποπτεύω.

Spanish (DGE)

sospechar a su vez en v. pas. ὁ γὰρ διδοὺς φανερῶς τι ἀγαθὸν ἀνθυποπτεύεται ἀφανῶς πῃ πλέον ἕξειν quien ofrece (a la polis) públicamente algo ventajoso, se hace a cambio sospechoso de que recibirá más ocultamente Th.3.43
ἀ. ἀλλήλοις sospechar mutuamente D.C.45.8.2.

Greek Monolingual

ἀνθυποπτεύω (Α)
υποπτεύομαι αυτόν που έχει υποψίες για μένα, υποπτεύομαι κι εγώ.

Greek Monotonic

ἀνθυποπτεύω: μέλ. -σω, υποπτεύομαι αμοιβαία — Παθ., ἀνθυποπτεύεται, υπόκειται στην υποψία ότι..., σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθυποπτεύω: встречать подозрением, подозревать: ὁ διδοός τι ἀγαθὸν ἀνθυποπτεύεταί πῃ πλέον ἕξειν Thuc. тот, кто делает какое-л. добро, подозревается (афинянами) в корыстном намерении.

Middle Liddell


to suspect mutually:— Pass., ἀνθυποπτεύεται he is met by the suspicion that . . , Thuc.