ἀπείργαθον
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
Ep. ἀποέργαθον (also A ἀπεργ- Hsch.), poet. aor. 2 of ἀπείργω:—keep away, Πηλείωνα δόλῳ ἀποέργαθε λαοῦ Il.21.599; ῥάκεα μεγάλης ἀποέργαθε οὐλῆς he pushed back the rags from the scar, Od, 21.221; ἢν μή μ' ὁ κραίνων τῆσδε γῆς ἀπειργάθῃ S.OC862.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπείργᾰθον: Ἐπ. ἀποέργαθον ποιητ. ἀόρ. β΄ τοῦ ἀπείργω, ἀποκλείω, ἀποχωρίζω, δὲν ἀφίνω νὰ πλησιάσῃ τις, Πηλεΐωνα δόλῳ ἀποέργαθε λαοῦ Ἰλ. Φ. 599, ῥάκεα μεγάλης ἀποέργαθε οὐλῆς, «ἀφεῖλεν» (Σχολ.), Ὀδ. Φ. 221· ἤν μή σε… τῆσδε γῆς ἀπειργάθῃ Σοφ. Ο. Κ. 863. Περὶ τοῦ τύπου ἴδε ἐν λ. σχέθω.
Greek Monotonic
ἀπείργᾰθον: Επικ. ἀπο-έργαθον, Επικ. αόρ. βʹ του ἀπείργω, κρατώ σε απόσταση, αποκλείω, αποχωρίζω, εμποδίζω την προσέγγιση, τινά τινος, σε Ομήρ. Ιλ.· ῥάκεα ἀποέργασθε οὐλῆς, αφαίρεσε τα κουρέλια που κάλυπταν την ουλή, σε Ομήρ. Οδ.· μή σε τῆσδε γῆς ἀπειργαθῇ, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπείργᾰθον: Soph. aor. 2 к ἀπείργω.
Middle Liddell
ἀπείργω
to keep away, keep off from, τινά τινος Il.; ῥάκεα ἀποέργαθε οὐλῆς pushed back the rags from the scar, Od.; μή σε τῆσδε γῆς ἀπειργαθῇ Soph.