ἀποσπαράσσω
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
English (LSJ)
A tear off, E.Ba.1127.
German (Pape)
[Seite 325] abreißen, Eur. Bacch. 1127.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσπᾰράσσω: μέλλ. -ξω, ἀποσπῶ βιαίως, ἀποσχίζω, Εὐρ. Βάκχ. 1127.
French (Bailly abrégé)
arracher un lambeau de, acc..
Étymologie: ἀπό, σπαράσσω.
Spanish (DGE)
(ἀποσπᾰράσσω) arrancar ὦμον E.Ba.1127.
Greek Monolingual
ἀποσπαράσσω (Α)
αποσπώ βίαια, ξεσκίζω.
Greek Monotonic
ἀποσπᾰράσσω: μέλ. -ξω, κατασπαράζω, ξεσχίζω, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσπᾰράσσω: атт. ἀποσπᾰράττω отрывать Eur.
Middle Liddell
to tear off, Eur.