ἀστραγαλίζω

From LSJ
Revision as of 15:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστρᾰγαλίζω Medium diacritics: ἀστραγαλίζω Low diacritics: αστραγαλίζω Capitals: ΑΣΤΡΑΓΑΛΙΖΩ
Transliteration A: astragalízō Transliteration B: astragalizō Transliteration C: astragalizo Beta Code: a)stragali/zw

English (LSJ)

   A play with knucklebones, (ἀστράγαλοι), Pl.Ly.206e, Alc.1.110b; ἀ. ἄρτοις Cratin.165, cf. Telecl.1.14.

German (Pape)

[Seite 376] mit ἀστραγάλοις spielen, knöcheln, Plat. Lys. 206 e; Cratin. bei Ath. VI, 267 e; τινί, mit Einem, Aristaen. 1, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστρᾰγαλίζω: ἀστραγάλοις παίζω, παίζω τὴν παιδιὰν τῶν ἀστραγάλων ἀναρρίπτω ἀστραγάλους, Πλάτ. Λύσ. 206Ε, Ἀλκ. Ι. 110Β· κωμικῶς, οἷς δὴ βασιλεὺς Κρόνος ἦν τὸ παλαιόν, ὅτε τοῖς ἄρτοις ἠστραγάλιζον, «ἔπαιζον ἀστραγάλους μὲ ψωμιά», Κρατῖνος ἐν «Πλούτοις» 2, πρβλ. Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 14· ἀστραγαλίζω τινί, παίζω μετά τινος ἀστραγάλους, «Ἀρισταίν. 1. 23.

French (Bailly abrégé)

impf. ἠστραγάλιζον;
jouer aux osselets.
Étymologie: ἀστράγαλος.

Spanish (DGE)

(ἀστρᾰγαλίζω)
• Prosodia: [-γᾰ-]
1 jugar a las tabas ἀστραγαλίζοντος αὐτοῦ IG 42.121.25 (Epidauro IV a.C.), παῖς Pl.Ly.206e, cf. Alc.1.110b, Telecl.1.14, Stratt.80, βουκόλοι ... ἀστραγαλίζοντες Philostr.Her.23.6, τοῖς ἀντερῶσιν ἀστραγαλίζων Aristaenet.1.23.6, cf. Cratin.176, Luc.DDeor.8.2.
2 οἱ ἀστραγαλίζοντες Los jugadores de tabas tít. de una obra de Policleto, Plin.HN 34.55.
3 adornar con astrágalos ἀστραγαλίσαι ἐπὶ τῶν ὑποποδίων ICr.3.2.1.8 (II a.C.).

Greek Monolingual

ἀστραγαλίζω (Α)
παίζω το παιχνίδι των αστραγάλων.

Greek Monotonic

ἀστρᾰγᾰλίζω: μέλ. -σω (ἀστράγαλος), παίζω με τους αστραγάλους (ἀστράγᾰλοι), σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀστρᾰγᾰλίζω: играть в кости или в бабки Plat.

Middle Liddell

ἀστράγαλος
to play with ἀστράγαλοι, Plat.