ἀρχηγενής

From LSJ
Revision as of 15:48, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχηγενής Medium diacritics: ἀρχηγενής Low diacritics: αρχηγενής Capitals: ΑΡΧΗΓΕΝΗΣ
Transliteration A: archēgenḗs Transliteration B: archēgenēs Transliteration C: archigenis Beta Code: a)rxhgenh/s

English (LSJ)

ές,    A originating, causing, κλαυμάτων A.Ag.1628.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχηγενής: ές = ἀρχέγονος, ὁ αἴτιος τῆς πρώτης ἀρχῆς πράγματός τινος, καὶ ταῦτα τἄπη κλαυμάτων ἀρχηγενῆ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1628.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui est la première cause de, gén..
Étymologie: ἀρχή, γίγνομαι.

Spanish (DGE)

-ές que es el origen de κλαυμάτων A.A.1628.

Greek Monolingual

ἀρχηγενής, -ές (Α)
αυτός που κάνει την αρχή σε κάτι ή που κάνει κάτι ν' αρχίσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχη- < άρχω + -γενής < γένος < γίγνομαι. Πρόκειται για άπαξ ειρημένο τ. και είναι το μοναδικό σύνθετο στο α' συνθετικό του οποίου εμφανίζεται το ρ. άρχω με τη μορφή αρχή-].

Greek Monotonic

ἀρχηγενής: -ές (γίγνομαι), αυτός που δημιουργεί την πρώτη αρχή για κάτι, με γεν., σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρχηγενής: являющийся первопричиной (κλαυμάτων Aesch.).

Middle Liddell

γίγνομαι
causing the first beginning of a thing, c. gen., Aesch.