ἁμῶς
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
or ἀμῶς, Adv. from obsol. ἁμός A = τίς, only in form ἁμωσγέπως in some way or other, Ar.Th.429, Lys.13.7, Pl.Prt.323c, Epicur. Fr.607, etc. (Cf. ἁμός B.)
Greek (Liddell-Scott)
ἁμῶς: ἢ ἀμῶς, ἐπίρρ. ἐκ τοῦ ἀπηρχαιωμ. ἁμός = τίς, μόνον ἐν τῷ τύπῳ ἀμωσγέπως (διαφθαρὲν εἰς ἄλλως γέ πως Ἰακωψ. Παράρτ, εἰς τὰ τοῦ Πόρσωνος Adversaria 311 C, κατά τινα τρόπον, κατὰ τοῦτον ἢ κατ’ ἐκεῖνον τὸν τρόπον, κἄπως, Ἀριστοφ. Θεσμ. 429, Λυσίας 130. 22, Πλάτ. Πρωτ. 323C, κτλ. (ἴδε ἐν λ. ἁμός).
French (Bailly abrégé)
att. c. ἀμῶς.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): tb. ἀμῶς
adv. en comp. c. otras partículas de una forma o de otra, de cualquier manera ἁμωσγέπως Ar.Th.429, Plu.2.73e, Hsch., ἁμῶς γέ πως Lys.13.7, Pl.Phdr.228c, Prt.323c, Lg.641e, Arist.Metaph.1022a2, ἀμῶς γέ πως Thphr.Metaph.4, A.D.Adu.156.2, ἀμωσγέπως EM 1228, Phot.p.91R., Sud., ἀμωσγέποι Phot.p.91R.
•tb. sin partícula οὐδ' ἁμῶς de ningún modo (v. οὐδαμῶς) Alcm.1.45.
Greek Monotonic
ἁμῶς: ή ἀμῶς, επίρρ. από το απαρχ. ἁμός = τίς, μόνο στο σύνθ. ἀμωσγέπως, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σε Αριστοφ., Πλάτ.