ἄτρυτος

From LSJ
Revision as of 16:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄτρῡτος Medium diacritics: ἄτρυτος Low diacritics: άτρυτος Capitals: ΑΤΡΥΤΟΣ
Transliteration A: átrytos Transliteration B: atrytos Transliteration C: atrytos Beta Code: a)/trutos

English (LSJ)

ον,    A not worn, untiring, unwearied, πούς A.Eu.403; indefatigable, φεῦ τῶν ἀ. οἷα κωτιλίζουσι Call.Iamb.1.277, cf. Plu.Pomp. 26; ironical in Herod.8.4. Adv. -τως, κάματον ἐκδέχεσθαι Ph.1. 19; ὑπομένειν τι J.AJ11.5.8, cf. Jul.Or.7.226c, Orph.Fr.71.    2 of things, unabating: hence, limitless, πόνος Pi.P.4.178, Hdt.9.52; χρόνος B.8.80; χάος Id.5.27; κακά S.Aj.788; ἄλγεα Mosch.4.69; Ἰξίονος μοῖρα ἀΐδιος καὶ ἄ. Arist.Cael.284a35; τὸ ἄ. Id.EN1177b22; ἀνάγκαι Ph.2.434; Πόνος Chaerem. ap. Porph.Abst.4.8; of a road, wearisome, never-ending, Theoc.15.7; ὁδοιπορίαι Plu.Caes.17: Sup., Ph.1.418.    3 = ἀτρύγετος, αἰθήρ Corn.ND20.

German (Pape)

[Seite 389] 1) nicht aufzureiben, unermüdlich, πούς Aesch. Eum. 381; Plut. Pomp. 26 u. a. Sp.; bes. von Uebeln, die nicht ablassen, πόνος, unablässig, Pind. P. 4, 178, wie Her. 9, 52; κακά Soph. Ai. 775; ἄλγεα Mosch. 4, 59; ὁδός, ein langer, kaum zu bewältigender Weg, Theocr. 15, 7, wie ὁδοιπορία Plut. Caes. 17; δύναμις, unzerstörbar, Arist.; τόνος ἄῤῥηκτος καὶἄτρυτος Plut. Cat. min. 5. – 2) nicht beschäftigt, müssig, τὸ σχολαστικὸν καὶ ἄτρυτον Arist. Eth. 10, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 infatigable;
2 incessant, sans terme, interminable;
3 continu.
Étymologie: ἀ, τρύω.

English (Slater)

ἄτρυτος
   1 unabating ἐπ' ἄτρυτον πόνον (P. 4.178)

Spanish (DGE)

(ἄτρῠτος) -ον
I 1incansable, infatigable πούς A.Eu.403, φεῦ τῶν ἀτρύτων de pájaros que parlotean, Call.Fr.194.81, ὀφθαλμός Plu.2.670f, de pers. αὑτῷ τε χρώμενος ἀτρύτῳ Plu.Pomp.26, φύσις Plot.3.7.5, σῶμα Eun.VS 500, ὑπόστασις Porph.Sent.40, Αἶαξ Orph.A.185, Μοῖραι IG 12(7).447.10 (Amorgos I a.C.)
subst. τὸ ἄ. infatigabilidad propiedad de la ἐνέργεια τοῦ νοῦ Arist.EN 1177b22.
2 infinito, inacabable πόνος Pi.P.4.178, Hdt.9.52, ἐν ἀτρύτῳ χάει B.5.27, χρόνος B.9.80, κακά S.Ai.788, cf. Mosch.4.69, Ἰξίονος Μοῖρα Arist.Cael.284a35
de un camino fatigoso, que nunca se acaba ὁδός Theoc.15.7, ὁδοιπορία Plu.Caes.17.
II adv. -ως infatigablemente ὑπομένειν I.AI 11.176, ἐκδεχόμενοι Ph.1.19, συνέχειν Iul.Or.7.226c, cf. Orph.Fr.71.

Greek Monolingual

ἄτρυτος, -ον (Α)
1. ο ακαταπόνητος, ο ακατάβλητος
2. (για τιμωρίες και βάσανα) αδιάκοπος, αδιάπτωτος
3. (για οδό) επίπονος, κουραστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -τρυτος < τρύω «κατατρίβω, βασανίζω, καταπονώ»].

Greek Monotonic

ἄτρῡτος: -ον (τρύω
1. αυτός που δεν φθείρεται, ακαταπόνητος, ακατάβλητος, σε Αισχύλ., ανθεκτικός, σε Πλούτ.
2. λέγεται για πράγματα, ακούραστος, σε Σοφ., Μόσχ.· λέγεται για δρόμο, επίπονος, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄτρῡτος:
1) неутомимый, неслабеющий (πούς Aesch.; δύναμις Arst.; τόνος Plut.);
2) нескончаемый, беспрестанный, утомительный (πόνος Pind., Her.; κακά Theocr.; φροντίδες τε καὶ συμφοραί Plut.);
3) избегающий утомления (σχολαστικὸς καὶ ἄ. Arst.).

Middle Liddell

τρύω
1. not worn away, untiring, unwearied, Aesch.: indefatigable, Plut.
2. of things, unabating, Soph., Mosch.; of a road, wearisome, Theocr.

English (Woodhouse)

tireless

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)