ἐκφοινίσσω
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
English (LSJ)
A make all red or bloody, E.Ph.42:—Pass., to be bloodshot, ἐ. τοὺς ὀφθαλμούς Arist.Phgn.812a37. II ἐκφοινίξαι· ἀναγνῶσαι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 786] blutig röthen; Eur. Phoen. 42 I. T. 259.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφοινίσσω: ἐρυθραίνω τι, καθαιμάσσω, «καταματώνω», πῶλοι δέ νιν χηλαῖς τένοντας ἐξεφοίνισσον ποδῶν Εὐρ. Φοιν. 42. - Παθ., ἐκφ. τοὺς ὀφθαλμοὺς Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 36.
French (Bailly abrégé)
1 rendre rouge comme du sang ; Pass. être rouge comme du sang;
2 ensanglanter.
Étymologie: ἐκ, φοινίσσω.
Spanish (DGE)
1 teñir de sangre πῶλοι δέ νιν χηλαῖς τένοντας ἐξεφοίνισσον ποδῶν los caballos con sus cascos le tiñeron de sangre los tendones de sus pies E.Ph.42, cf. ἐκφοινίξαι· ἀναχρῶσαι Hsch.
2 en v. med.-pas. teñirse de sangre οὐδέ πω βωμὸς θεᾶς ... ἐξεφοινίχθη aún no se había teñido de sangre el altar de la diosa E.IT 259
•inyectarse de sangre c. ac. de rel. οἱ ὐπ' ὀργῆς ἐξεστηκότες ἐκφοινίσσονται τοὺς ὀφθαλμούς Arist.Phgn.812a37
•ponerse del color de la sangre, enrojecer, teñirse de rojo Heraclit.All.75, ἡ ἀκτὶς αὐτὴν ἀναπυρσεύει ... ἐκφοινισσομένην ἐκ τοῦ ἄνω πυρός Poll.1.49, καὶ τοσοῦτον ἐξεφοινίχθη τὸ πρόσωπον Aristaenet.1.10.42.
Greek Monolingual
ἐκφοινίσσω (Α)
1. (μτβ.) κοκκινίζω κάτι με αίμα, καταματώνω κάτι
2. μέσ. ἐκφοινίσσομαι
κοκκινίζω, ερυθραίνω
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐκφοινίσσειν ἀναγνῶσαι».
Greek Monotonic
ἐκφοινίσσω: μέλ. -ξω, κατακοκκινίζω, καταματώνω, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκφοινίσσω: обагрять кровью (τινά Eur.): βωμὸς Ἑλληνικαῖσιν ἐξεφοινίχθη ῥοαῖς Eur. алтарь обагрился кровью греков; ἐκφοινίσσεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς Arst. иметь налитые кровью глаза.
Middle Liddell
fut. ξω
to make all red or bloody, Eur.