ἐνστρατοπεδεύω

From LSJ
Revision as of 18:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνστρᾰτοπεδεύω Medium diacritics: ἐνστρατοπεδεύω Low diacritics: ενστρατοπεδεύω Capitals: ΕΝΣΤΡΑΤΟΠΕΔΕΥΩ
Transliteration A: enstratopedeúō Transliteration B: enstratopedeuō Transliteration C: enstratopedeyo Beta Code: e)nstratopedeu/w

English (LSJ)

   A encamp in, Th.2.20; ἐν τῇ πόλει Plu. Thes.27:— Med., χῶρος ἐπιτηδεότερος ἐνστρατοπεδεύεσθαι Hdt.9.2, D.C.50.12.

German (Pape)

[Seite 853] auch med., lagern in, χῶρος ἐπιτηδεώτερος ἐνστρατοπεδεύεσθαι Her. 9, 2; Thuc. 2, 20 u. Sp., wie Plut. Thes. 27 im act.

French (Bailly abrégé)

camper dans, ἔν τινι;
Moy. ἐνστρατοπεδεύομαι m. sign.
Étymologie: ἐν, στρατοπεδεύω.

Spanish (DGE)

acampar en χῶρος ἐπιτήδειος ἐνστρατοπεδεῦσαι Th.2.20, αὐτοῖς ... τοῖς οἴκοις Str.7.7.3, ἐν τῇ πόλει Plu.Thes.27
en v. med. mismo sent. χῶρος ἐπιτηδεότερος ἐνστρατοπεδεύεσθαι Hdt.9.2, cf. D.H.11.43, D.C.50.12.8, Agath.3.19.8, ταῖς ... κώμαις I.BI 1.330, ὑπὲρ ποταμὸν Τίβεριν Procop.Goth.1.29.30, ἐν ... τῇ χώρᾳ Procop.Pers.1.15.2
fig. τῇ καρδίᾳ τὸν θυμὸν ἐνστρατοπεδεύειν Plu.2.647e, cf. Gr.Nyss.V.Mos.76.8.

Greek Monolingual

ἐνστρατοπεδεύω (Α) στρατοπεδεύω
στρατοπεδεύω σ' έναν τόπο.

Russian (Dvoretsky)

ἐνστρατοπεδεύω: тж. med. располагаться или стоять лагерем (ὁ χῶρος ἐπιτήδειος ἐνστρατοπεδεῦσαι Thuc. и ἐνστρατοπεδεύεσθαι Her.; σχεδὸν τῇ πόλει Plut.).