ἐξοδιάζω

From LSJ
Revision as of 18:41, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξοδιάζω Medium diacritics: ἐξοδιάζω Low diacritics: εξοδιάζω Capitals: ΕΞΟΔΙΑΖΩ
Transliteration A: exodiázō Transliteration B: exodiazō Transliteration C: eksodiazo Beta Code: e)codia/zw

English (LSJ)

   A scatter, [ὀστᾶ] πρὸς τὸν ἄνεμον Nic.Dam.118 J.    2 pay in full, defray, discharge, τὸ ἀνάλωμα IG5(1).1167 (Gythium); τινὶ τὸ διάφορον ib.1390.52 (Andania); τὰ γεγραμμένα τισί Test.Epict.7.8, cf. IG12(3).168.7 (Astypalaea):—Pass., LXX 4 Ki.12.12(13): metaph. in Act., Gal.Anim.Pass.1.2 (dub.).

German (Pape)

[Seite 884] ausgeben, verwenden, wie Schol. Ar. Plut. 380 ἀναλώσας durch ἐξοδιάσας erkl.; LXX. u. Sp., wie Inscr. 1391.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξοδιάζω: διασκορπίζω, Νικολ. Δαμ. παρὰ Στοβ. 614. 22. 2) ἀποτίνω, πληρώνω, τὰ ἀναλώματα τῶν τέκνων ἐξοδιασάντων Ἐπιγρ. Λακων. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1391· ἀπολ., Ἐπιγρ. Θηρ. αὐτόθι 2448, 26· πρβλ. Ahrens π. Δωρ. σ. 65· πρβλ. ἔξοδος IV. 3) ἀναλίσκω, δαπανῶ, ἐξοδιάζω ὡς καὶ νῦν λέγομεν, ἐν τῷ Παθ., εἰς πάντα ὅσα ἐξωδιάσθη ἐπὶ τὸν οἶκον Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. ΙΒ΄, 12).

Greek Monolingual

(I)
και ξοδιάζω (AM ἐξοδιάζω) εξόδιος
ξοδεύω, δαπανώ
μσν.- νεοελλ.
1. υποβάλλω σε έξοδα
2. (για ζωή, καιρό) περνώ («την ζην μου εξόδιασα στά βάρη»)
3. ξεπουλώ
4. θυσιάζομαι
5. διασκορπίζω
αρχ.
καταβάλλω τα έξοδα, πληρώνω.
(II)
ἐξοδιάζω) εξόδιος
κηδεύω.