ἐπίταμα
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
ατος, τό A, (ἐπιτείνω) extension, Plu.2.457c.
German (Pape)
[Seite 989] τό, die Anspannung, καὶ σπάσματα Plut. de coh. ira 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίτᾰμα: τό, (ἐπιτείνω) ἐπίτασις, «τέντωμα», Πλούτ. 2. 457Β.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
extension.
Étymologie: ἐπιτείνω.
Par. ἔκτασις.
Greek Monolingual
ἐπίταμα, τὸ (Α) επιτείνω
τέντωμα, ένταση, επίταση («ἐπιτάμασι καὶ σπάσμασιν», Πλούτ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐπίτᾰμα: ατος τό ἐπιτείνω напряжение, усилие Plut.