ἐπιλογή

From LSJ
Revision as of 19:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιλογή Medium diacritics: ἐπιλογή Low diacritics: επιλογή Capitals: ΕΠΙΛΟΓΗ
Transliteration A: epilogḗ Transliteration B: epilogē Transliteration C: epilogi Beta Code: e)pilogh/

English (LSJ)

ἡ,    A picking out, choice, τῶν ἀκαθάρτων Lysim. ap. J.Ap.1.34, cf. Cod.Just.1.5.16.2; selection, ἀνδρῶν Plb.7.16.7, etc.; ἵππων Simon Eq.tit.; ἡμερῶν Ps.-Ptol.Centil.6.

German (Pape)

[Seite 958] ἡ, Auswahl, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλογή: ἡ, (ἐπιλέγω) ἐκλογή, Λυσίμαχος παρ’ Ἰωσήπῳ κατὰ Ἀπίωνος 1. 34.

Greek Monolingual

η (AM ἐπιλογή) επιλέγω
1. εκλογή, διάλεγμα, ξεδιάλεγμα
2. εκλογή, ανάδειξη σε αξίωμα ή θέση
νεοελλ.
1. η απομόνωση επιθυμητών σημάτων από τα λοιπά ανάμικτα σήματα και τα παράσιτα που συλλαμβάνει η κεραία του δέκτη
2. η εκλογή και κατάταξη στα διάφορα όπλα, σώματα και ειδικότητες όσων βρίσκονται σε στρατεύσιμη ηλικία
3. φρ. «φυσική επιλογή» — επιβίωση τών ατόμων που προσαρμόζονται καλύτερα για τους επιδιωκόμενους σκοπούς
μσν.
δικαίωμα επιλογής·