ἐρημαῖος

From LSJ
Revision as of 22:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρημαῖος Medium diacritics: ἐρημαῖος Low diacritics: ερημαίος Capitals: ΕΡΗΜΑΙΟΣ
Transliteration A: erēmaîos Transliteration B: erēmaios Transliteration C: erimaios Beta Code: e)rhmai=os

English (LSJ)

η, ον, poet. for ἐρῆμος,    A desolate, solitary, Mosch.3.21, A.R.2.672, etc. ; silent, νύξ Emp.49 ; deserted, νεοσσοί A.R.4.1298 : c. gen., reft of, AP9.439 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 1026] p. = ἔρημος, νύξ, Emped. 185 u. öfter sp. D., wie Hosch. 3, 21. 63; αἰπόλια, Anton. ep. (IX, 102); ξύλοχος, Coluth. 42; Ap. Rh. öfter; τινός, beraubt, Crinag. 35 (IX, 439).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρημαῖος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ ἐρῆμος, ἔρημος, κοινῶς «ἔρμος», «ὁλομόναχος», Μόσχ. 3. 21, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 672, κτλ.· σιωπηλός νὺξ Ἐμπεδ. 252· ἐγκαταλελειμμένος, νεοσσοὶ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1298: μετὰ γεν., ἐστερημένος τινός, Ἀνθ. Π. 9. 439.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 désert, solitaire;
2 privé de, gén..
Étymologie: ἔρημος.

Greek Monolingual

ἐρημαῑος, -η, -ον, ποιητ. τ. του ἐρῆμος (AM) έρημος
1. έρημος, ολομόναχος, μοναχικός («ἐρημαίη νῆσος», Απολλ. Ρόδ.)
2. εγκαταλελειμμένος
3. στερημένος από κάτι
4. αυτός που προκαλεί το αίσθημα της ερημιάς, της μοναξιάς, σιωπηλός («ἐρημαίη νύξ», Εμπ.).

Greek Monotonic

ἐρημαῖος: -α, -ον, ποιητ. αντί ἐρῆμος, απομακρυσμένος, ολομόναχος, ερημωμένος, ακατοίκητος, παραμελημένος, ερημίτης, σε Μόσχ.· με γεν., στερημένος από, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐρημαῖος:
1) безлюдный, пустынный, безмолвный (νύξ Emped.; αἰπόλια Anth.);
2) лишенный (τινος Anth.).

Middle Liddell

ἐρημαῖος, η, ον poet. for ἐρῆμος
desolate, solitary, Mosch.: c. gen. bereft of, Anth.