ἱππάρχης
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
Dor. ἱππάρχας, Ion. gen. ἱππάρχεω IG12(8).194.7 (Samothrace), Michel 596 (Cyzicus), ὁ,= ἵππαρχος, OGI217 (Caria, iii B.C., pl.), Plb.10.22.6 (Achaean), 18.22.2 (Macedonian), cf. LXX 2 Ki.1.6, PTeb.54.2 (i B.C.), Plu.Tim.32; at Sparta, IG5(1).32A, al.; = Lat. A magister equitum, Plb.3.87.9, D.H.5.75, Nic.Dam.130.17J., etc.; = praefectus equitum, App.BC2.102; = praefectus alae, J.BJ2.14.5.
German (Pape)
[Seite 1257] ὁ, = ἵππαρχος; Pol. 10, 22; D. Hal. 7, 4; Plut. Timol. 32; Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππάρχης: Δωρ. -άρχας, ὁ, = ἵππαρχος, Πολύβ, 10. 22, 6, Διον. Ἀλ. 7. 4, Πλουτ. Τιμολ. 32, Ἐπιγραφ. Λακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1241. 3., 1341-45.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
réc. c. ἵππαρχος.
Greek Monolingual
ἱππάρχης, δωρ. τ. ἱππάρχας, ὁ (Α)
ίππαρχος («κατασταθεὶς ὑπὸ τῶν 'Αχαιῶν ἱππάρχης ἐν τοῑς προειρημένοις καιροῑς», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. γυμνασι-άρχης, στρατ-άρχης].
Russian (Dvoretsky)
ἱππάρχης: ου ὁ Polyb., Plut. = ἵππαρχος.