ὀνοματίζω
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
A dispute about names, Gal.18(2).870.
Greek Monolingual
και νοματίζω (Α ὀνοματίζω όνομα
νεοελλ.1. δίνω όνομα σε κάποιον ή σε κάτι, ονομάζω
2. αναφέρω το όνομα κάποιου ή καλώ κάποιον με το όνομά του, κατονομάζω
3. καταγγέλλω ονομαστικά
αρχ.
1. φιλονικώ για τα ονόματα
2. κάνω άσκοπη χρήση ονόματος.