ὀρνίθειος

From LSJ
Revision as of 07:20, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρνῑθειος Medium diacritics: ὀρνίθειος Low diacritics: ορνίθειος Capitals: ΟΡΝΙΘΕΙΟΣ
Transliteration A: ornítheios Transliteration B: ornitheios Transliteration C: ornitheios Beta Code: o)rni/qeios

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον, Ar.Av.865 :—   A of or belonging to a bird, οἰκίσκος bird-cage, Id.Fr.405 ; κρέα ὀ. fowl's flesh, chicken, Id.Ra.510,Nu.339, X.An.4.5.31, Arist.EN1141b20: abs., ὀ., τά, Ar.Av.1590, Pherecr.45 ; ὀ. ζωμός chicken soup, Hegesand.15; ω'ὰ ὀρνίθεα (sic) hen's eggs, PCair.Zen.266 (iii B. C.).    II sg. ὀρνιθεῖον, τό, haunt of birds, Phryn.PSp.94 B. [In Arat.274 ὀρνιθέης (trisyll.) κεφαλῆς.]

German (Pape)

[Seite 383] zum Vogel gehörig; κρέα, Vogel-, Hühnerfleisch, Ar. Nubb. 338 Ran. 511, wie Xen. An. 4, 5, 31; Arist. eth. 6, 7; Ath. oft, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνίθειος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Ἀριστοφ. Ὄρν. 865· - ὁ ἀνήκων εἰς πτηνόν, ὀρν. οἰκίσκος, κλωβίον πτηνοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 538 κρέα ὀρνίθεια, ὀρνιθίου κρέας, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 510, Νεφ. 338, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 5, 31· ἀπολ., ὀρνίθεια, τά, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1590, Φερεκράτης ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 1. ΙΙ. ὀρνιθεῖον, τό, μέροςτόπος συχναζόμενος ὑπὸ πτηνῶν, Α. Β. 54. - Ἐσφαλμένως φέρεται ὀρνίθιος, Ἀθήν. 341Α, Πολυδ. Ι΄, 160. [Παρὰ τῷ Ἀράτ. 274 ὀρνιθέη κεφαλή, δέον νὰ ἀναγνωσθῇ ὡς τρισύλλ.].

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
d’oiseau ; particul. de poule, de poulet ; de volaille en gén. : τὰ ὀρνίθεια, viande de volaille.
Étymologie: ὄρνις.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ὀρνίθειος, -εία, -ον, θηλ. και -ος) [[όρνις, -ιθος]]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όρνιθα ή αυτός που προέρχεται από όρνιθα
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀρνίθεια
το κρέας πτηνού.

Greek Monotonic

ὀρνίθειος: -α, -ον και -ος, -ον, αυτός που προέρχεται από ή ανήκει σε πουλί, ὀρνίθεια (ενν. κρέα), κρέας πουλιού, πουλερικό, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρνίθειος: 3, реже 2 (νῑ) птичий (κρέα Arph., Xen.; οἰκίσκος Arph.).

Middle Liddell

ὀρνίθειος, η, ον
of or belonging to a bird, ὀρνίθεια (sc. κρέἀ fowl's flesh, chicken, Ar.

English (Woodhouse)

of a bird

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)