ὑπεκδέχομαι

From LSJ
Revision as of 08:20, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἐφ' ὅσον αὐτοῦὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκδέχομαι Medium diacritics: ὑπεκδέχομαι Low diacritics: υπεκδέχομαι Capitals: ΥΠΕΚΔΕΧΟΜΑΙ
Transliteration A: hypekdéchomai Transliteration B: hypekdechomai Transliteration C: ypekdechomai Beta Code: u(pekde/xomai

English (LSJ)

   A have under oneself, of a cow, μαστῷ πόρτιν ὑ., of a calf at the udder, AP9.722 (Antip. Sid.).

German (Pape)

[Seite 1185] (s. δέχομαι), unter sich nehmen; πόρτιν μαστῷ, von der Kuh, unter sich am Euter haben, Ep. ad. 221 (IX, 722).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκδέχομαι: δέχομαι ὑποκάτω μου, ἐπὶ ἀγελάδος, πόρτιν μαστῷ ὑπ., δέχομαι μόσχον ὑποκάτω μου εἰς τὸν μαστόν, Ἀνθ. Π. 9. 722.

French (Bailly abrégé)

recevoir sous.
Étymologie: ὑπό, ἐκδέχομαι.

Greek Monolingual

Α
δέχομαι από κάτω μου («δάμαλις... μαστῷ πόρτιν ὑπεκδέχεται», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκδέχομαι «παραλαμβάνω, δέχομαι, αναλαμβάνω ευθύνη»].

Greek Monotonic

ὑπεκδέχομαι: αποθ., δέχομαι από κάτω μου, λέγεται για αγελάδα, πόρτιν μαστῷ ὑπεκδέχεται, δέχεται, έχει ένα μοσχαράκι κάτω από τον μαστό της, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεκδέχομαι: принимать под, т. е. подпускать или подводить (πόρτιν μαστῷ Anth.).

Middle Liddell


Dep. to have under one, of a cow, πόρτιν μαστῷ ὑπ. to have a calf under her udder, Anth.