νευρορράφος

From LSJ
Revision as of 15:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευρορράφος Medium diacritics: νευρορράφος Low diacritics: νευρορράφος Capitals: ΝΕΥΡΟΡΡΑΦΟΣ
Transliteration A: neurorráphos Transliteration B: neurorraphos Transliteration C: nevrorrafos Beta Code: neurorra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, (   A νεῦρον ΙΙ, ῥάπτω) one who stitches with sinews, mender of shoes, cobbler, Ar.Eq.739, Pl.R.421a, etc.    II one who makes strings for the lyre, Lycurg. Fr.100.

Greek (Liddell-Scott)

νευρορράφος: ὁ, (νεῦρον ΙΙ, ῥάπτω) ὁ ῥάπτων διὰ νεύρων, ὁ διορθῶν ὑποδήματα, σκυτοτόμος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 739, Πλάτ. Πολ. 421Α· πρβλ. ῥομφεῖς. ΙΙ. ὁ κατασκευάζων χορδὰς τῆς λύρας, Λυκοῦργ. παρὰ Σχολ. εἰς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui coud avec des cordes à boyau ; ὁ νευρορράφος savetier.
Étymologie: νεῦρον, ῥάπτω.

Greek Monolingual

νευρορ(ρ)άφος, ὁ (Α)
1. αυτός που ράβει με σκληρή και ανθεκτική κλωστή
2. επιδιορθωτής υποδημάτων
3. κατασκευαστής χορδών λύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + -ρ(ρ)άφος (< ραφή < ράπτω), πρβλ. ιστιο-ρράφος, μηχανο-ρράφος].

Greek Monotonic

νευρορράφος: [ᾰ], ὁ (νεῦρον II, ῥάπτω), αυτός που ράβει χρησιμοποιώντας νεύρα, επιδιορθωτής υποδημάτων, μπαλωματής, σκυτοτόμος, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

νευρορράφος: (ᾰ) ὁ башмачник, сапожник Plat., Arph.

Middle Liddell

νευρορ-ράφος, ὁ, νεῦρον II, ῥάπτω
one who stitches with sinews, a mender of shoes, cobbler, Ar., Plat.