πόρισμα

From LSJ
Revision as of 16:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''111''" to "''III''")

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόρισμα Medium diacritics: πόρισμα Low diacritics: πόρισμα Capitals: ΠΟΡΙΣΜΑ
Transliteration A: pórisma Transliteration B: porisma Transliteration C: porisma Beta Code: po/risma

English (LSJ)

ατος, τό, Geom.,    A deduction from a previous demonstration, corollary, as it were a windfall or bonus (cf. πορίζω 11.2), Euc.3.1, etc.: metaph., Procl. in Alc.p.139C., Hierocl.in CA23p.469M., Dam.Pr.251.    II (πορίζω III) a kind of proposition intermediate between a theorem and a problem, defined by Papp.648.18 sqq., Procl.in Euc.p.301F.

German (Pape)

[Seite 683] τό, das Herbeigeschaffte, Erworbene, bes. erlangter Vortheil, Gewinn, Sp. – Bei den Mathematikern ein aus dem Beweise abgeleiteter oder von selbst daraus folgender Satz, Zusatz. Auch = πρόβλημα.

Greek (Liddell-Scott)

πόρισμα: τό, (πορίζω ΙΙΙ)· παρὰ τοῖς γεωμετρ. συγγρ., ὡς καὶ νῦν, τὸ ἐξαγόμενον ἐκ προτέρας ἀποδείξεως· ὡσαύτως = πρόβλημα, Εὐκλείδ.· ἴδε Papp. Coll. Math. 7, ἐν τῷ προλ.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ πορίζω
1. καθετί που εξάγεται από μελέτη ή έρευνα, συμπέρασμα («τα πορίσματα της αστρονομίας»)
2. μαθημ. πρόταση που προκύπτει κατά απλό ή προφανή τρόπο από άλλη ή άλλες προηγούμενες προτάσεις
αρχ.
είδος μαθηματικής πρότασης μεταξύ προβλήματος και θεωρήματος.