βασανιστέος

From LSJ
Revision as of 20:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰσᾰνιστέος Medium diacritics: βασανιστέος Low diacritics: βασανιστέος Capitals: ΒΑΣΑΝΙΣΤΕΟΣ
Transliteration A: basanistéos Transliteration B: basanisteos Transliteration C: vasanisteos Beta Code: basaniste/os

English (LSJ)

α, ον, A to be proved or tested under suffering, Ar.Lys. 478, Pl.R.540a. II βασανιστέον one must put to the test, prove, τινά ib.503d, Max.Tyr.24.4, Gal.17(1).337, Jul.Or.7.226a, Them. Or.23.287c; one must put to the torture, D.29.35.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰσανιστέος: α,ον,ῥημ. ἐπίθ. ,ὃν πρέπει τις νὰ δοκιμάσῃ ἢ ἀποδείξῃ διὰ βασάνων, Ἀριστοφ. Λυσ. 478, Πλάτ. Πολ. 539Ε.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de βασανίζω.

Spanish (DGE)

(βᾰσᾰνιστέος) -α, -ον
que debe ser puesto a prueba ἐν τούτοις (ἀρχαῖς) βασανιστέοι εἰ ἐμμενοῦσιν ἑλκόμενοι Pl.R.540a
que debe ser sometido a examen βασανιστέον τόδε σοι πάθος μετ' ἐμοῦ Ar.Lys.478.

Greek Monotonic

βᾰσᾰνιστέος: -α, -ον, ρημ. επίθ.,
I. καθένας που υπόκειται σε εξέταση, έλεγχο, σε Πλάτ.
II. βασανιστέον, πρέπει κάποιος να υποβάλει σε βασανιστήριο, τινά, στον ίδ., σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βασανιστέος -α –ον, adj. verb. van βασανίζω, die onderzocht moet worden, te onderzoeken:; βασανιστέον τόδε σοι τὸ πάθος μετ ’ ἐμοῦ dit ongeluk moet door jou met mij worden onderzocht Aristoph. Lys. 478; n. onpers. βασανιστέον men moet onder foltering ondervragen, met acc. : οὐδὲν ἦν Μιλύαν περὶ τούτων βασανιστέον het was absoluut niet nodig Milyas over deze dingen onder foltering te ondervragen Dem. 29.35.

Middle Liddell

verb. adj. from βασανίζω
I. to be put to the proof, Plat.
II. βασανιστέον one must put to the torture, τινά Plat., Dem.