γαλακτόχρως

From LSJ
Revision as of 20:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλακτόχρως Medium diacritics: γαλακτόχρως Low diacritics: γαλακτόχρως Capitals: ΓΑΛΑΚΤΟΧΡΩΣ
Transliteration A: galaktóchrōs Transliteration B: galaktochrōs Transliteration C: galaktochros Beta Code: galakto/xrws

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ, A milk-coloured, Philyll.4, Nausicr.2: neut. pl., γαλακτόχροα Dsc.3.47: nom. pl. γαλακτόχροες in Opp.C.3.478 is f.l. for γαλακόχροες.

German (Pape)

[Seite 471] ωτος, dasselbe, Philyll. bei Ath. III, 110 f; Nausierat. ib. VII, 330 b.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλακτόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ τὸ χρῶμα ἔχων γάλακτος, Φιλύλλ. Αὔγ. 2, Ναυσικρ. Ναυκλ. 2· οὐδ. πληθ. γαλακτόχροα Διοσκ. 3. 47· ― ὀνομ. πληθ. γαλακτόχροες παρ’ Ὀππ. Κ. 3. 478 εἶνε ἐσφ. γραφ. ἀντὶ γλακτόχροες ἢ γαλατόχροες.

Spanish (DGE)

(γᾰλακτόχρως) -ωτος

• Morfología: [neutr. plu. -χροα Dsc.3.47]
de color lechoso κόλλαβοι Philyll.4, cf. Nausicr.1.12, ἄνθη Dsc.l.c.

Greek Monolingual

και γαλακόχρως, ο, η (Α)
ο γαλακτόχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα (-κτος) + -χρως < χρώς «χρώμα» (πρβλ. υγρόχρως, μελανόχρως)].