γόμφωμα

From LSJ
Revision as of 21:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γόμφωμα Medium diacritics: γόμφωμα Low diacritics: γόμφωμα Capitals: ΓΟΜΦΩΜΑ
Transliteration A: gómphōma Transliteration B: gomphōma Transliteration C: gomfoma Beta Code: go/mfwma

English (LSJ)

ατος, τό, A that which is fastened by bolts, frame-work, Plu.Marc.15. 2 = γόμφος, Id.2.321d, Longus 2.26. 3 metaph., κλειδῶν ἀχαλκεύτων γ. Vett. Val.334.11 (pl.).

German (Pape)

[Seite 501] τό, das durch γόμφοι Zusammengefügte, Verband des Schiffes, Long. past. 2, 26; der Schiffsbrücke, Plut. Marcell. 15; auch = γόμφος, fort. Rom. 9.

Greek (Liddell-Scott)

γόμφωμα: τό, τὸ διὰ γόμφων συμπηγνύμενον, τὸ σκελετόν, Πλούτ. Μαρκ. 15·― ἀλλὰ = γόμφος, ὁ αὐτ. 2. 321D.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 pont d’un navire assujetti au moyen de chevilles;
2 cheville, clou.
Étymologie: γομφόω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 armadura, entramado constituido por piezas unidas con clavos τὸ γ. (τῆς μηχανῆς) διέσεισαν Plu.Marc.15.
2 plu. pernos, clavos, clavazón esp. de un barco γομφώμασι καὶ πρίοσι καὶ πελέκεσι Plu.2.321d, (δελφῖνες) ἔλυον τὰ γομφώματα Longus 2.26.2
dientes de una llave, Vett.Val.320.32.

Greek Monolingual

το (AM γόμφωμα) γομφώ
ο σκελετός, το σκαρί
αρχ.
ο γόμφος.

Greek Monotonic

γόμφωμα: -ατος, τό, αυτό που ασφαλίζεται, συνδέεται με καρφιά, ο «σκελετός», σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

γόμφωμα: ατος τό
1) крепление (τὸ γ. διασπᾶν Plut.);
2) Plut. = γόμφος 1.

Middle Liddell

[from γομφόω
that which is fastened by bolts, frame-work, Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γόμφωμα -ατος, τό γομφόω verbindingswerk Plut. Marc. 15.6 (van de opbouw van een schip).