δίφθογγος

From LSJ
Revision as of 21:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίφθογγος Medium diacritics: δίφθογγος Low diacritics: δίφθογγος Capitals: ΔΙΦΘΟΓΓΟΣ
Transliteration A: díphthongos Transliteration B: diphthongos Transliteration C: difthoggos Beta Code: di/fqoggos

English (LSJ)

ον, A with two sounds, γραφή Tz.H.5.694: δίφθογγος, ἡ, diphthong, D.T.639.15, A.D.Adv.128.8, al.: later δίφθογγον, τό, Hdn.Epim.245.

German (Pape)

[Seite 645] doppellautend; ἡ δ., auch τὸ δ., Doppellauter, Gramm.; auch = mit einem Diphthong geschrieben, Bast zu Greg. Cor. p. 34.

Greek (Liddell-Scott)

δίφθογγος: -ον, δύο ἤχους ἢ φθόγγους ἔχων· δίφθογγος, ἡ, καὶ δίφθογγον, τό, ἡ δίφθογγος· ἐντεῦθεν διφθογγίζω, διφθογγογραφέω, γράφω διὰ διφθόγγου, Γραμμ., πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 85.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 qui a deux sons;
2 t. de gramm. qui consiste en un son double ; ἡ δίφθογγος (συλλαβή) diphtongue.
Étymologie: δίς, φθόγγος.

Spanish (DGE)

-ον
1 de dos sonidos, γραφή Tz.H.5.696.
2 gram., subst. ἡ δ. diptongo Demetr.Eloc.72, D.T.631.11, 639.14, A.D.Adu.128.8, Aristid.Quint.4.21, Priscian.Inst.2.11, Lyd.Mag.1.25, Sch.Er.Il.1.80c, 317b
tb. τὸ δ. Hdn.Epim.245.

Greek Monolingual

η (AM δίφθογγος, -ον)
συμπροφορά δύο φωνηέντων σε μια συλλαβή ή, κατ' άλλους, ένα και το αυτό φωνήεν που μεταβάλλει ποιόν κατά την εμφάνιση του.