Ερινύς

From LSJ
Revision as of 21:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest

Source

Greek Monolingual

και Ερινύα, η συνήθ. στον πληθ. Ερινύες, οι (Α Ἐρινύς, ἡ; Ἐρινύες, αἱ)
καταχθόνιες θεές που τιμωρούσαν κάθε ανόσια πράξη και βασάνιζαν τους άδικους και παράνομους και στην παρούσα ζωή και μετά θάνατο
νεοελλ.
1. δύναμη εκδικήτρια, καταστρεπτική («ξανοίγει Ερινύαν φαρμακερή, οπού αγιάτρευτην ανοίγει της Ελλάδας μίαν πληγή», Σολωμ.)
2. κακότροπη γυναίκα, μέγαιρα
αρχ.
1. θεότητα που βάζει μέσα στην ψυχή του ανθρώπου τη διάθεση προς το κακό, προς την καταστροφή, όπως η Άτη («τὴν oἱ ἐπὶ φρεσὶ θῆκε θεά, δασπλῆτις Ἐρινύς», Ομ. Οδ.)
2. στον Ηράκλειτο οι θεότητες που διαφυλάσσουν και συντηρούν την ηθική τάξη
3. ως προσηγ. αρά, κατάρα («μητρὸς ἐρινύες» — οι κατάρες της μητέρας, Ομ. Ιλ.)
4. φρ. «ἐρινὺς φρενῶν» — μανία, τρέλα, διατάραξη τών φρενών (Σοφ.)
5. μτφ. για πρόσ. αυτός που φέρνει συμφορές σε πολλούς («νυμφόκλαυτος Ἐρινύς» — για την Ελένη, Αισχύλ.)
6. επίθ. της θεάς Δήμητρας στην Αρκαδία
7. κατά τον Ησύχιο, «Ἀφροδίτης εἴδωλον».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ονομασία θεάς που εκδικείται, η οποία αρχικά δήλωνε πιθ. την οργισμένη ψυχή του σκοτωμένου πολεμιστή που ζητά εκδίκηση. Η λέξη απαντά συχνότερα στον πληθυντικό Ερινύες και θεωρείται ορθότερη η γραφή της με ένα -ν-. Ήδη από την Ιλιάδα χρησιμοποιήθηκε και ως προσηγορικό. Η ετυμολογία της λέξεως είναι άγνωστη και οι υποθέσεις ότι συνδέεται με τα έρις, ορίνω, αρχ. ινδ. risyati «παθαίνω ζημιά», αρχ. ινδ. rosati, rusyati «είμαι βλοσυρός, οργίζομαι» παραμένουν αμφίβολες].