ορίνω
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
Greek Monolingual
ὀρίνω (Α)
(ποιητ. τ.)
1. εγείρω, σηκώνω
2. προκαλώ έκπληξη, ταραχή, τρόμο σε κάποιον, ταράζω
3. παροτρύνω, παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι
4. μτφ. διεγείρω, εξερεθίζω («τοῖσι δὲ θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὄρινεν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το μακρό -ι- του ρήματος εξηγείται με την αναγωγή του είτε σε αρχικό τ. ὀρίνFω (πρβλ. φθίνω) είτε σε τ. ὀρίνyω (πρβλ. κλίνω). Το ρ. ὀρίνω συνδέεται με αρμ. προστ. αri «σήκω» και με τα λατ. orior «εγείρομαι» και origo. Η σύνδεση του ρήματος με το θ. ορ- του ὄρνυμι δεν φαίνεται πιθανή. Η μαρτυρία επίσης σε κορινθιακό αγγείο θέματος Ὀρι στο ανθρωπωνύμιο ὈριFων δεν διευκολύνει στην ετυμολόγησή του. Εξαιρετικά αμφίβολη, τέλος, θεωρείται και η υπόθεση ότι το αρκτικό ὀ- δεν συμπεριλαμβάνεται στο θέμα του ρήματος και ότι το θ. ρι- (πρβλ. λατ. rivus «ρυάκι»)ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας (e)r-ei- «αρχίζω να κινούμαι, διεγείρομαι»].