νυμφόκλαυτος
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
νυμφόκλαυτον, Ἐρινύς, i.e. a bride bringing woe as vengeance, A.Ag.749(lyr.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait pleurer les épouses.
Étymologie: νύμφη, κλαίω.
German (Pape)
von Bräuten beweint, zu beweinen, Ἐρινύς, Aesch. Ag. 729.
Russian (Dvoretsky)
νυμφόκλαυτος: исторгающий слезы у молодых жен (Ἐρινύς Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
νυμφόκλαυτος: -ον, ἐπὶ τῆς Ἑλένης, ὡς αἰτία κλαυθμῶν εἰς νεογάμους γυναῖκας, νυμφόκλαυτος Ἐρινὺς Αἰσχύλ. Ἀγ. 749 (ἡ συνήθης ἑρμηνεία: «ἡ ὑπὸ νυμφῶν θρηνουμένη» δὲν ἁρμόζει ἐνταῦθα).
Greek Monolingual
νυμφόκλαυτος, -ον (Α)
φρ. «νυμφόκλαυτος Ἐρινύς» — νύφη που θρηνεί με σκοπό να εκδικηθεί (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + κλαίω (πρβλ. φιλόκλαυτος)].
Greek Monotonic
νυμφόκλαυτος: -ον, αυτός που προκαλεί θρήνο στις νιόπαντρες γυναίκες, λέγεται για την Ελένη, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
νυμφό-κλαυτος, ον,
to be deplored by wives, Aesch.