άγκιστρο

From LSJ
Revision as of 21:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554

Greek Monolingual

το (Α ἄγκιστρον)
1. αλιευτικό όργανο, το αγκίστρι
2. γάντζος, αρπάγη, τσιγκέλι
3. αγκιστροειδής βελόνα της μηχανής τών βιβλιοδετών, με την οποία ανασύρουν την κλωστή
4. Μαθημ. τα σύμβολα {, }, που χρησιμοποιούνται κυρίως στη θεωρία τών συνόλων για να γράφουμε ανάμεσα τους τα στοιχεία ενός συνόλου, π.χ. Α={1, 2, 3}
αρχ.
1. ο γάντζος του αδραχτιού
2. χειρουργικό εργαλείο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Από την ίδια ρίζα με τά ἄγκος, ἀγκάλη.
ΠΑΡ. αρχ. ἀγκιστρεύω, ἀγκίστριον, ἀγκιστροῦμαι, ἀγκιστρώδης
νεοελλ.
αγκιστρώνω.
ΣΥΝΘ. ἀγκιστροειδής
νεοελλ.
αγκιστροποιός, αγκιστροφόρος].