άνευ
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
Greek Monolingual
(AM ἄνευ)
(πρόθ. καταχρηστική που προτάσσεται και σπάνια επιτάσεται στην Αρχαία) χωρίς, δίχως
νεοελλ.
φρ. «είναι εκ των ων ουκ άνευ» — είναι απαραίτητος
μσν.
(και ως σύνδ.) εκτός (αν), παρά μόνο, αλλά
αρχ.
1. μακριά
2. άσχετα από κάτι
3. εκτός του ότι, πλην.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Για την ετυμολογία της λ. υπάρχουν δύο υποθέσεις. Σύμφωνα με την πρώτη, ο τ. συνδέεται με τις γερμ. λέξεις: γοτθ. inu (< enu) «χωρίς», αρχ. γερμ. ānu, «χωρίς», (ēnu και αρχ. ινδ. anu, ānu-sak «με τη σειρά». Κατά τη δεύτερη υπόθεση, το άνευ συνδέεται με το αρχ. ινδ. sanu-tar «μακριά από, έξω», λατ. sine «χωρίς» κ.ά. Αυτή η δεύτερη εκδοχή φαίνεται λιγότερο πιθανή γιατί προϋποθέτει την ύπαρξη s-στη λέξη. Η σημασία της λ. ήταν αρχικά «μακριά από, χωρίς» και έπειτα «εκτός, πλην, εξόν». Εμφανίζεται, όπως και οι γερμ. λέξεις με τις οποίες συνδέεται, μόνο ως πρόθεση με γενική, αλλά επειδή οι εκτεταμένοι τ. της λέξης, άνενθε(ν) και απάνευ-θε(ν) στο Όμηρο λειτουργούν επίσης ως επιρρ., μπορούμε να υποθέσουμε ότι το άνευ, το γοτθ. inu κ.τ.ό. ήταν αρχικά επιρρήματα. Το άνευ δεν χρησιμοποιείται ως προρρηματικό. Εξάλλου τύποι με επιρρ. -ς ή -ν μερικές φορές εναλλάσσονται μεταξύ τους καθώς και με τύπους χωρίς -ς ή -ν, γι' αυτό υπάρχουν οι παράλληλοι τ. της λέξης: άνευν (Επίδαυρος), άνευς (Ολυμπία), καθώς και το μεγαρικό άνις, που χρησιμοποιήθηκε επίσης από τους Αλεξανδρινούς ποιητές, και που σχηματίστηκε πιθ. αναλογικά προς το χωρίς.
ΠΑΡ. αρχ. άνευ-θε(ν), απάνευθε(ν)].