άδηλος

From LSJ
Revision as of 21:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄδηλος -ον)
1. ο μη δήλος, μη φανερός, άγνωστος, ασαφής, αβέβαιος
2. ο αγνώστου προελεύσεως, ανεξιχνίαστος, μυστηριώδης, κρυφός, μυστικός
3. (φρ. «άδηλα και κρύφια», για πράγματα άγνωστα και μυστηριώδη (η φρ. από την ΠΔ Ψαλμ. 50, 8)
αρχ.
1. απαρατήρητος, αόρατος, άγνωστος, άσημος
2. φρ. «ἄδηλοι θάνατοι», φόνοι που προκλήθηκαν από άγνωστο χέρι «ἄδηλόν ἐστι εἰ... ὅτι...», είναι αμφίβολο αν..., αβέβαιο ότι...
«εἰς τά ἄδηλα», σε αντίθ. προς τη φρ. «ἐν τῷ φανερῷ»
«ἐπ' ἀδήλοις», στην τύχη
3. επίρρ. ἀδήλως
κρυφά, μυστικά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + δῆλος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀδηλία, ἀδηλότης, ἀδηλῶ.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀδηλόφλεβος μσν. ἀδηλοποιός.