αγενής

From LSJ
Revision as of 22:16, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source

Greek Monolingual

-ές (Α ἀγενής, -ές)
μσν.- νεοελλ.
ο μη ευγενικός, απρεπής, ανάγωγος, χυδαίος
αρχ.
1. αγέννητος, αδημιούργητος
2. αυτός που κατάγεται από ταπεινή οικογένεια (αντίθ. του ἀγαθός)
3. άτεκνος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + γένος.
ΠΑΡ. αγένεια, αγενικός, άγενος].