διαγλάφω

From LSJ
Revision as of 00:11, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαγλάφω Medium diacritics: διαγλάφω Low diacritics: διαγλάφω Capitals: ΔΙΑΓΛΑΦΩ
Transliteration A: diagláphō Transliteration B: diaglaphō Transliteration C: diaglafo Beta Code: diagla/fw

English (LSJ)

[ᾰ] A scoop out, εὐνὰς ἐν ψαμάθοισι διαγλάψασ' (v.l. -γνάψ-) Od.4.438.

Greek (Liddell-Scott)

διαγλάφω: σκάπτω, κοιλαίνω, εὐνὰς ἐν ψαμάθοισι διαγλάψασ’ Ὀδ. Δ. 438· οὐδαμοῦ ἄλλοθι ἀπαντῶν, δι’ ὃ πιθ. ἡ διάφ. γραφ. διαγνάψασ’.

French (Bailly abrégé)

ao. part. fém. διαγλάψασα;
creuser.
Étymologie: διά, et γλαφ- cf. γλαφυρός.

English (Autenrieth)

aor. part. διαγλάψᾶσα: scoop out, Od. 4.438†.

Spanish (DGE)

excavar εὐνὰς δ' ἐν ψαμάθοισι διαγλάψασ' ἁλίῃσιν Od.4.438.

Greek Monolingual

διαγλάφω (Α) γλάφω
σκάβω, σχηματίζω κοίλωμα.

Greek Monotonic

διαγλάφω: [ᾰ], μέλ. -ψω, σκάβω, κάνω κάτι κοίλο, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

διαγλάφω: (ᾰ) выкапывать, рыть (εὐνὰς ἐν ψαμάθοισι Hom.).

Middle Liddell

fut. ψω
to scoop out, Od.