διαστηρίζω
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
English (LSJ)
A make firm, strengthen, AP6.203 (Laco or Phil.):— Pass., prop oneself up, secure one's footing, Hp.Ep.17. II fix firmly, Nonn.D.2.659, 36.369.
German (Pape)
[Seite 604] (s. στηρίζω), fest stützen, Hippocr. u. sp. D., wie Phil. 9 (VI, 203).
Greek (Liddell-Scott)
διαστηρίζω: στερεῶ, ἐνισχύω, Ἀνθ. Π. 6, 203. - Παθ., ὑποστηρίζομαι, ἔχω τὰ βήματα ἀσφαλῆ, Ἱππ. Ἐπ. 1280.
French (Bailly abrégé)
rendre solide, affermir.
Étymologie: διά, στηρίζω.
Spanish (DGE)
1 fortalecer ἀμφίχωλον ... σκέλος ... διεστήριζεν Αἰτναίη λιβάς AP 6.203 (Laco o Phil.)
•part. διεστηριχώς firme, sólido τῶν δὲ ἡνωμένων ... τὰ δὲ παχέα τε καὶ διεστηριχότα Anon.Lond.21.50.
2 sujetar firmemente, fijar (ὁλκάδα) δεσμῷ ... διεστήριξε θαλάσσῃ Nonn.D.36.369, cf. 2.659
•en v. med. μόγις οὖν διαστηριζόμενος διῆλθον apenas si podía andar con paso seguro Hp.Ep.17.3.
Greek Monolingual
διαστηρίζω (Α)
1. κάνω σταθερό κάτι, δυναμώνω
2. μέσ. στηρίζομαι, πατάω σταθερά
3. στερεώνω, προσηλώνω.
Greek Monotonic
διαστηρίζω: μέλ. -ξω, στερεώνω, ενισχύω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
διαστηρίζω: делать твердым, укреплять, подпирать (ἀμφίχωλον σκέλος Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-στηρίζω verstevigen.
Middle Liddell
fut. ξω
to make firm, Anth.