διεξέλασις
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
εως, ἡ, A = διέλασις, Id.Sull.18, Hld.9.18.
German (Pape)
[Seite 619] ἡ, das Durchbrechen, Durchreiten; Plut. Sull. 18; Heliod. 9, 18.
Greek (Liddell-Scott)
διεξέλᾰσις: -εως, ἡ, = διέλασις, Πλούτ. Σύλλ. 18, Ἡλιόδ. 9. 18.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
charge de cavalerie.
Étymologie: διεξελαύνω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
carga, embestidade carros, Plu.Sull.18, de caballos, Hld.9.18.2.
Greek Monolingual
διεξέλασις, η (Α) διεξελαύνω
διέλασις.
Greek Monotonic
διεξέλᾰσις: -εως, ἡ, = διέλασις, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
διεξέλᾰσις: εως ἡ Plut. = διέλασις 2.
Middle Liddell
διεξέλᾰσις, εως n [from διεξελαύνω = διέλασις, Plut.]