δρακόντιον
Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Bion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
τό, Dim. of A δράκων 1, δ. ἀργυροῦν IG11(2).203 B44 (Delos, iii B. C.). II a kind of fish (v. l. for δράκων 111), Hp.Int. 21. III edder-wort, Dracunculus vulgaris, ib. 1, Thphr.HP7.12.2, Dsc.2.166 (where δρακοντία, ἡ, Ps.-Dsc.: -εία βοτάνη Gp.13.8.7). IV guinea-worm, filaria medinensis, Plu.2.733b, Sor. ap. Paul.Aeg.4.58, Gal.19.449. V a kind of fig, Ath.3.78a. VI a pigment, dragon's-blood, Alex.Aphr.in Mete.161.5 (but δρακόντιον αἷμα cinnabar, PHolm.10.32).
Greek (Liddell-Scott)
δρᾰκόντιον: τό, εἶδος ἰχθύος (πρβλ. δράκων ΙΙ), Ἱππ. 543. 39. ΙΙ. φυτόν τι ἐκ τοῦ εἴδους τῆς ἐχιδνορρίζης, κοινῶς «δρακοντιά», Ἱππ. 532. 33, Θεόφρ. Ι. Φ. 7. 12, 2· παρὰ Διοσκ. 2. 195, δρακοντία, ἡ. ΙΙΙ. εἶδος λεπτοῦ καὶ ἐπιμήκους σκώληκος, Πλούτ. 2. 733Β. IV. δρακόντια, εἶδος σύκων, Ἀθήν. 78Α.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sorte de ver qui s’engendre sous la peau, insecte.
Étymologie: δράκων.
Russian (Dvoretsky)
δρακόντιον: τό драконтий (живущий под кожей червь-паразит, предполож. Filaria Loa или Draconculus Medinensis) Plut.