εὔσκεπτος
ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.
English (LSJ)
ον, A easy to examine, σκέψις Pl.Phlb.65d.
German (Pape)
[Seite 1098] leicht zu betrachten, σκέψις Plat. Phil. 65 d, die leicht anzustellende Untersuchung.
Greek (Liddell-Scott)
εὔσκεπτος: -ον, εὐκόλως ἐξεταζόμενος, εὔσκεπτόν γε καὶ ταύτην σκέψιν προβέβληκας Πλάτ. Φίληβ. 65D.
Greek Monolingual
εὔσκεπτος, -ον (Α)
αυτός που εξετάζεται εύκολα («εὔσκεπτόν γε σκέψιν προβέβληκας», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σκεπτός (< σκέπτομαι), πρβλ. αξιό-σκεπτος, πολύ-σκεπτος].
Russian (Dvoretsky)
εὔσκεπτος: легко поддающийся исследованию, не трудный (σκέψις Plat.).