θυοσκέω

From LSJ
Revision as of 10:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠοσκέω Medium diacritics: θυοσκέω Low diacritics: θυοσκέω Capitals: ΘΥΟΣΚΕΩ
Transliteration A: thyoskéō Transliteration B: thyoskeō Transliteration C: thyoskeo Beta Code: quoske/w

English (LSJ)

A make burnt-offerings, Hsch.; περίπεμπτα θυοσκεῖς prob. in A.Ag.87 (θυοσκινεῖς codd.). (For θυο-σκοέω, cf. sq.)

Greek (Liddell-Scott)

θυοσκέω: προσφέρω ὁλοκαυτώματα, διὰ πυρὸς θυσίας, Ἡσύχ.· ὁπόθεν διορθοῦται ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 87, περίπεμπτα θυοσκεῖς, ἔνθα τὸ Μεδ. Ἀντίγρ. θυοσκινεῖς· - ἂν καὶ ἡ γραφὴ θυοσκεῖς εἶναι ὀρθή, φαίνεται ὅτι κεῖται ἀντὶ τοῦ θυοσκοεῖς (ἐκ τοῦ ἑπομ.).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. θυοσκοέω.

Greek Monotonic

θυοσκέω: προσφέρω ολοκαυτώματα, κάνω προσφορές στους θεούς μέσω θυσίας με φωτιά, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

θυοσκέω: или θυοσκοέω приносить жертву, совершать жертвоприношения (Aesch. - v. l. θυοσκινέω).

Middle Liddell

θυοσκέω,
to make burnt-offerings, Aesch. [from θυοσκόος