ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
Full diacritics: θρύαλλον | Medium diacritics: θρύαλλον | Low diacritics: θρύαλλον | Capitals: ΘΡΥΑΛΛΟΝ |
Transliteration A: thrýallon | Transliteration B: thryallon | Transliteration C: thryallon | Beta Code: qru/allon |
τό, A shower of smuts from a distant bonfire, Vett.Val. 345.22.
θρύαλλον, τὸ (Α)
βροχή πυκνής στάχτης και φωτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρύον + -αλλον (πρβλ. γνάφ-αλλον) ή < θρυαλλίς, με υποχωρητικό σχηματισμό].