καμηλίτης

From LSJ
Revision as of 10:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμηλίτης Medium diacritics: καμηλίτης Low diacritics: καμηλίτης Capitals: ΚΑΜΗΛΙΤΗΣ
Transliteration A: kamēlítēs Transliteration B: kamēlitēs Transliteration C: kamilitis Beta Code: kamhli/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, A camel-driver, Arist.HA630b35, POxy.710.4 (ii B.C.), etc.; camel-rider, Hld.10.5, Hdn.4.15.2. 2 also, = καμηλέμπορος, Str.1.2.32, 16.1.27. II κ. βοῦς, prob. buffalo, Suid.

German (Pape)

[Seite 1316] ὁ, der Wärter oder Reiter des Kameeles, Arist. H. A. 9, 47 Strab. XVI, 748 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμηλίτης: ῑ, ου, ὁ ὁδηγῶν τὰς καμήλους, καμηλάριος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 47, 1, π. Θαυμασ. 2· - ὁ ἐπὶ καμήλου ὀχούμενος, καμηλοβάτης, Ἡλιόδ. 10. 5, Ἠρῳδιαν. 4. 15· - ὡσαύτως καμηλέμπορος, Στράβ. 39, 748. 2) καμ. βοῦς, πιθανῶς ὁ βόαγρος, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chamelier.
Étymologie: κάμηλος.

Greek Monolingual

καμηλίτης, ὁ (Α)
1. αυτός που οδηγεί καμήλες, καμηλιέρης («δακὼν τὸν καμηλίτην ἀπέκτεινε», Αριστοτ.)
2. αυτός που καβαλικεύει καμήλα, που επιβαίνει σε καμήλα
3. καμηλέμπορος
4. φρ. (κατά το λεξ. Σούδα) «καμηλίτης βοῡς» — άγριο βόδι, βόαγρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + -ίτης (πρβλ. αμαξ-ίτης, θαλασσ-ίτης)].

Russian (Dvoretsky)

κᾰμηλίτης: ου (ῑ) ὁ погонщик верблюдов Arst.