καταπυγοσύνη

From LSJ
Revision as of 11:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπῡγοσύνη Medium diacritics: καταπυγοσύνη Low diacritics: καταπυγοσύνη Capitals: ΚΑΤΑΠΥΓΟΣΥΝΗ
Transliteration A: katapygosýnē Transliteration B: katapygosynē Transliteration C: katapygosyni Beta Code: katapugosu/nh

English (LSJ)

ἡ, A homosexuality, homosexualism, gayness, queerness, buggerism, unnatural lust, brutal lust, Cratin.53, Ar.Nu.1023 (anap.), Fr.130, Luc.Gall.32.

Greek (Liddell-Scott)

καταπῡγοσύνη: ἡ, κτηνώδης ὄρεξις, σαρκικὴ ἐπιθυμία παρὰ φύσιν, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισι» 4, Ἀριστοφ. Νεφ. 1023, Ἀποσπ. 180· κ. καὶ πασχητιασμός Λουκ. Ἐνύπν. 32.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
débauche infâme, sodomie.
Étymologie: καταπύγων.

Greek Monolingual

καταπυγοσύνη, ἡ (Α)
επιθυμία για παρά φύσιν ασέλγεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατάπυγος / καταπύγων + κατάλ. -οσύνη (πρβλ. δικαιοσύνη, εθελημοσύνη)].

Greek Monotonic

καταπῡγοσύνη: ἡ, κτηνώδης όρεξη, κτηνώδης ορμή, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

καταπῡγοσύνη: (σῠ) ἡ противоестественный разврат Arph., Luc., Cratinus ap. Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταπυγοσύνη -ης, ἡ καταπύγων geilheid.

Middle Liddell

καταπῡγοσύνη, ἡ,
brutal lust, Ar. [from καταπύγων]