κατουδαῖος

From LSJ
Revision as of 11:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατουδαῖος Medium diacritics: κατουδαῖος Low diacritics: κατουδαίος Capitals: ΚΑΤΟΥΔΑΙΟΣ
Transliteration A: katoudaîos Transliteration B: katoudaios Transliteration C: katoudaios Beta Code: katoudai=os

English (LSJ)

ον, (οὖδας) A under the ground, οἱ κ. Hes.Fr.60; κ. βόθρος h.Merc.112; κ. γίγας, of Briareus, Call.Del.142; κ. φόβοι Juba Hist.9.

German (Pape)

[Seite 1405] unter dem Boden, unterirdisch; βόθρον H. h. Merc. 112; γίγας, vom Riesen Briareus, Callim. Del. 142; φόβοι, Furcht vor den Unterirdischen, Ath. III, 98 b.

Greek (Liddell-Scott)

κατουδαῖος: -ον, (οὖδας) ὁ ὑπὸ τὴν γῆν, Ἁρποκρ. ἐν λέξ. ὑπὸ γῆν· κατ. βόθρος Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 112· κ. γίγας, ἐπὶ τοῦ Βριάρεω, Καλλ. εἰς Δῆλ. 142· κ. φόβοι Ἀθήν. 98Β (φόβοι εἱ ἐκ τῶν νεκρῶν προερχόμενοι), πρβλ. κατάγειος, καταχθόνιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui est sous terre, souterrain;
2 des enfers.
Étymologie: κατά, οὖδας.

Greek Monolingual

κατουδαῑος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται κάτω από το έδαφος, υπόγειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από φρ. κατ' οὖδας «κάτω από το έδαφος» ή < κατ(α)- + οὐδαῖος (< οὖδας «χώμα»)].

Greek Monotonic

κατουδαῖος: -ον (οὖδας), υπόγειος, υποχθόνιος, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

κατουδαῖος: подземный, т. е. глубокий (βόθρος HH).

Middle Liddell

κατ-ουδαῖος, ον οὖδας
under the earth, Hhymn.