λιθοκτονία

From LSJ
Revision as of 13:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθοκτονία Medium diacritics: λιθοκτονία Low diacritics: λιθοκτονία Capitals: ΛΙΘΟΚΤΟΝΙΑ
Transliteration A: lithoktonía Transliteration B: lithoktonia Transliteration C: lithoktonia Beta Code: liqoktoni/a

English (LSJ)

ἡ, A death by stoning, AP9.157.

German (Pape)

[Seite 45] ἡ, das Tödten durch Steinigung, Ep. ad. 465 (IV, 157).

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοκτονία: θάνατος διὰ λιθοβολίας, Ἀνθ. Π. 9. 157.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
meurtre ou mort par lapidation.
Étymologie: λίθος, κτείνω.

Greek Monolingual

λιθοκτονία, ἡ (Α)
ο θάνατος με λιθοβολισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -κτονία (< -κτόνος< κτείνω), πρβλ. πατρο-κτονία, παιδο-κτονία].

Greek Monotonic

λῐθοκτονία: ἡ (κτείνω), θάνατος δια λιθοβολισμού, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λῐθοκτονία: ἡ побиение (насмерть) камнями Anth.

Middle Liddell

λῐθο-κτονία, ἡ, κτείνω
death by stoning, Anth.