ληξιαρχικός
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
English (LSJ)
ή, όν, A belonging to the ληξίαρχος: τὸ λ. γραμματεῖον the register of each Athenian deme, IG12.79.6, Is.7.27, D.44.35, Lycurg.76, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ληξιαρχικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸν ληξίαρχον· - τὸ λ. γραμματεῖον, ὁ δημόσιος κατάλογος ἑκάστου Ἀθηναϊκοῦ δήμου, εἰς ὃν τὰ ὀνόματα τῶν μελῶν (τῶν δημοτῶν) ἐνεγράφοντο ὅτε ἤρχοντο εἰς νόμιμον ἡλικίαν καὶ τοῦ ὁποίου τὴν φροντίδα εἶχεν ὁ δήμαρχος, Συλλ. Ἐπιγρ. 80, Ἰσαῖ. 66. 14, Δημ. 1091. 9, κτλ.· πρβλ. Schömann Comit. εἰς Ἀθήν. σ. 379. - Κατὰ τὸν Ἁρποκ. «ληξιαρχικὸν γραμματεῖον... εἰς ὃ ἐνεγράφοντο οἱ τελεωθέντες τῶν παίδων, οἷς ἐξῆν ἤδη τὰ πατρῷα οἰκονομεῖν, παρ’ ὃ καὶ τοὔνομα γεγονέναι, διὰ τὸ τῶν λήξεων ἄρχειν· λήξεις δ’ εἰσὶν οἵ τε κλῆροι καὶ αἱ οὐσίαι».
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ληξιαρχικός, -ή, -όν) ληξίαρχος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ληξίαρχο ή στο ληξιαρχείο
νεοελλ.
αυτός που χρησιμεύει για βεβαίωση γεγονότων σχετικών με την αστική κατάσταση τών πολιτών, όπως γεννήσεων, βαπτίσεων, θανάτων, γάμων διαζυγίων (α. «ληξιαρχικές πράξεις» — πράξεις που έχουν ως αντικείμενο τη βεβαίωση γέννησης, βάπτισης, γάμου ή θανάτου
β. «ληξιαρχικά βιβλία» — βιβλία στα οποία καταχωρίζονται οι ληξιαρχικές πράξεις)
αρχ.
φρ. «ληξιαρχικὸν γραμματεῑον» — ο επίσημος κατάλογος τών πολιτών κάθε αθηναϊκού δήμου.
Greek Monotonic
ληξιαρχικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει στον ληξίαρχον· τὸ ληξιαρχικὸν γραμματεῖον, δημόσιος κατάλογος δημοτών (μητρώο) κάθε Αθηναϊκού δήμου, σε Δημ.
Middle Liddell
ληξιαρχικός, ή, όν
belonging to the ληξίαρχος;—τὸ λ. γραμματεῖον the register of each Athenian deme, Dem. [from ληξίαρχος