μηδαμοῖ
From LSJ
τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart
English (LSJ)
Adv. A nowhither, prob. to be read for μηδαμοῦ or -μῇ in S.Ph.256, X.Lac. 3.4.
German (Pape)
[Seite 169] = μηδαμόσε, Xen. Lac. 3, 4.
Greek (Liddell-Scott)
μηδαμοῖ: Ἐπίρρ., = μηδαμόσε, ἐκ διορθώσεως τοῦ μηδαμοῦ ἢ -μῆ ἐν Σοφ. Φιλ. 256, Ξεν. Λακ. 3, 4, κτλ.· πρβλ. οὐδαμοῖ.
French (Bailly abrégé)
adv.
nulle part avec mouv.
Étymologie: μηδαμός.
Greek Monolingual
μηδαμοῑ (Α)
επίρρ. (πιθ. γρφ.) σε κανένα μέρος, πουθενά.
[ΕΤΥΜΟΛ. μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. -οῖ (πρβλ. οὐδαμ-οῖ)].
Greek Monotonic
μηδαμοῖ: επίρρ., προς το πουθενά, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
μηδᾰμοῖ: adv. никуда Xen. etc.
Middle Liddell
nowhither, Soph.