νησιωτικός

From LSJ
Revision as of 16:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νησιωτικός Medium diacritics: νησιωτικός Low diacritics: νησιωτικός Capitals: ΝΗΣΙΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: nēsiōtikós Transliteration B: nēsiōtikos Transliteration C: nisiotikos Beta Code: nhsiwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or from an island, ἔθνεα Hdt.7.80; δόμοι E.Andr.1261; ὄνομα νησιωτικὸν Σαλαμῖνα θέμενον having given it the island name of Salamis, Id.Hel.149; ν. ξενύδρια Men.462.3; τὸ ν. insular situation, Th.7.57; κλητὴρ ν. a summoner of the islanders, Ar.Av.1422.

Greek (Liddell-Scott)

νησιωτικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «νησιώτικος», ἔθνη Ἡρόδ. 7. 80· δόμοι Εὐρ. Ἀνδρ. 1261· ὄνομα νησιωτικὸν Σαλαμῖνα θέμενον, δόντα εἰς αὐτὴν τὸ νησιωτικὸν ὄνομα Σαλαμίς, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 149· οἷον τὰ νησιωτικὰ ταὐτὶ ξενύδρια Μένανδρ. ἐν «Τροφωνίῳ» 1. 3· - τὸ νησιωτικόν, νησιωτικὴ θέσις, Θουκ. 7. 57.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d’insulaire ou d’île.
Étymologie: νησιώτης.

Greek Monolingual

-ή, -ό και νησιώτικος, -η, -ο (Α νησιωτικός, -ή, -όν) νησιώτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε νησί ή σε νησιώτη ή που προέρχεται από νησί («νησιώτικο κρασί»)
2. αυτός που αποτελείται από νησιά ή έχει πολλά νησιά (α. «νησιωτική χώρα» β. «τὰ δὲ νησιωτικά έθνεα τὰ ἐκ τῆς Ἐρυθρᾱς θαλάσσης ἑπόμενα», Ηρόδ.)
νεοελλ.
φρ. «νησιωτικό τόξο»
(γεωλ.-ωκεαν.) τοξοειδής αλυσίδα ωκεάνιων νησιών που παρουσιάζουν έντονη ηφαιστειακή και σεισμική δραστηριότητα και συνδέονται με ορογενετικές διεργασίες, όπως είναι λ.χ. οι Νέες Εβρίδες
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ νησιωτικόν
τοποθεσία στην οποία βρίσκεται ένα νησί, νησιωτική θέση.

Greek Monotonic

νησιωτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από νησί, νησιώτικος, σε Ηρόδ., Ευρ.· ὄνομα νησιωτικὸν Σαλαμῖνα θέμενον, της έχει δοθεί το νησιωτικό όνομα Σαλαμίνα, σε Ευρ.· τὸ νησιωτικόν, νησιωτική θέση, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

νησιωτικός: островной (ἔθνεα Her.): ὄνομα νησιωτικὸν Σαλαμίς Eur. название острова Саламин; νησιωτικαὶ συντάξεις Plut. взыскание податей с островных владений.

Middle Liddell

νησιωτικός, ή, όν [from νησιώτης
of or from an island, Hdt., Eur.; ὄνομα νησιωτικὸν Σαλαμῖνα θέμενον having given it the island name of Salamis, Eur.:— τὸ ν. insular situation, Thuc.

English (Woodhouse)

of an island

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)