παραγεύω

From LSJ
Revision as of 19:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραγεύω Medium diacritics: παραγεύω Low diacritics: παραγεύω Capitals: ΠΑΡΑΓΕΥΩ
Transliteration A: parageúō Transliteration B: parageuō Transliteration C: parageyo Beta Code: parageu/w

English (LSJ)

A give a taste of a thing, φρονήματος παραγεύειν τὸ θῆλυ to give women a slight taste of courage, Plu.Lyc.14:—Med., fut. -εύσομαι D.C.64.1; taste slightly, ποτοῖ Anaxil.10; καινοῦ τινος Antiph.246, cf. J.AJ4.8.2.

German (Pape)

[Seite 474] (γεύω), daneben od. dabei kosten lassen, zu schmecken geben, Einem von Etwas, τινά τινος; übertr., φρονήματος παραγεύειν τὸ θῆλυ, das weibliche Geschlecht Etwas vom Muthe kosten lassen, d. i. ihm allmälig Muth einflößen, Plut. Lyc. 14. – Med. dabei kosten, τινός, z. B. ποτοῦ παραγεύσεται, Anaxilas bei Ath. IV. 171 f; κοινοῦ, Antiphan. ib. II, 45 a; Sp., τῆς ἡγεμονίας, D. Cass. 64, 1.

Greek (Liddell-Scott)

παραγεύω: παρέχω μόνον γεῦσιν πράγματός τινος, φρονήματος παραγεύειν τὸ θῆλυ, παρέχειν ταῖς γυναιξὶ μικρὰν γεῦσιν φρονήματος, ἀνδρείας, Πλουτ. Λυκοῦργ. 14. - Μέσ., γεύομαι ὀλίγον, μόλις, παραγεύσεταί σοι πρῶτον ἡ γραῦς τοῦ ποτοῦ Ἀναξίλας ἐν «Καλυψοῖ» 2· καινοῦ τινος Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 14.

French (Bailly abrégé)

faire goûter, fig. τινα φρονήματος PLUT faire goûter à qqn un sentiment, une opinion.
Étymologie: παρά, γεύω.

Greek Monolingual

Α
1. συντελώ ώστε να δοκιμάσει, να γευθεί κανείς κάτι
2. φρ. «παραγεύω φρονήματος» — εμπνέω ελάχιστο φρόνημα, ελάχιστο κουράγιο
3. μέσ. παραγεύομαι
δοκιμάζω ελαφρώς κάτι, μόλις που γεύομαι.

Greek Monotonic

παραγεύω: δίνω μόνο τη γεύση ενός πράγματος, τινός, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-γεύω act. laten proeven: overdr.. φρονήματος τὸ θῆλυ παρέγευεν οὐκ ἀγεννοῦς (dit) deed het vrouwelijk geslacht kennismaken met een edel gevoel van trots Plut. Lyc. 14.7. med. proeven.

Russian (Dvoretsky)

παραγεύω: давать отведать: φρονήματός τινα π. οὐκ ἀγεννοῦς Plut. внушить кому-л. высокие чувства.

Middle Liddell


to give just a taste of, τινός Plut.