παρασπόνδησις
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
εως, ἡ, A breaking of faith, Plb.2.7.5 ; πρός τινα Str.7.1.4 ; εἴς τινα App.BC2.110.
German (Pape)
[Seite 499] ἡ, das Verletzen, Brechen eines Bündnisses, Pol. 2, 7, 5. 9, 30, 2 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρασπόνδησις: ἡ, παράβασις τῶν σπονδῶν, τῆς συνθήκης, Πολύβ. 2. 7, 5, κτλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de violer la foi jurée.
Étymologie: παρασπονδέω.
Greek Monotonic
παρασπόνδησις: ἡ, παραβίαση σπονδών, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
παρασπόνδησις: εως ἡ Polyb. = παρασπόνδημα.
Middle Liddell
παρασπόνδησις, εως,
a breaking of faith, Polyb. [from παράσπονδος